top of page

 Έλληνες...

Οι Υψηλάντες

 

του Γεωργίου Τσαλουχίδη

Υψηλάντης· επώνυμο παλιάς, ελληνικής αρχοντικής οικογένειας, που σύμφωνα με την παράδοση, κατάγεται από τη βυζαντινή οικογένεια των Ξιφιλίνων-Υψηλαντών, των ύστερων χρόνων. Δύο από τα μέλη της αναφέρονται ως Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος-Υψηλάντης και Γεώργιος Β΄ Ξιφιλίνος-Υψηλάντης. Κατά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης υπό των Φράγκων (1204), η οικογένεια αυτή κατέφυγε στην Τραπεζούντα μαζί με τους Κομνηνούς, οι οποίοι ίδρυσαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος. Αργότερα δε (1384 ή 1390), συγγένεψε μαζί τους, όταν ο Κωνσταντίνος Ξιφιλίνος-Υψηλάντης, Δομέστικος[1] και Σεβαστοκράτωρ[2] νυμφεύθηκε την Ευδοξία, θυγατέρα του Αυτοκράτορα Μανουήλ Γ΄ Κομνηνού. Από αυτόν από την οικογένεια των Ξιφιλίνων-Υψηλαντών προήλθε ο κλάδος των Υψηλαντών-Κομνηνών, εις τον οποίον ανήκουν προσωπικότητες, οι οποίες πρωτοστάτησαν και διακρίθηκαν στους μεταγενέστερους ελληνικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

 

 

 

[1] Από το λατινικό domesticus. Βυζαντινό αξίωμα που δινόταν σε έμπιστους εξ απορρήτων πολιτικών ή στρατιωτικών αξιωματούχων.

 

 

[2] Υψηλό βυζαντινό αξίωμα που απενεμήθη για πρώτη φορά από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στον αδελφό του Ισαάκιο. Ο τιμώμενος στεφόταν από τον Αυτοκράτορα με ειδικό στέμμα και στην ιεραρχία ήταν κορυφαίος, μετά τον Αυτοκράτορα.

 

Μετά την κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος (1461) από τον Μωάμεθ Β΄, η προαναφερθείσα οικογένεια περιήλθε σε αφάνεια και, μόλις το 1665 αναφέρεται ότι ένα μέλος της, ο Αντίοχος ή Αντιόχιος, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στην παραλιακή πόλη του Βοσπόρου Βιθύη (Κουρουτσεσμέ). Οι απόγονοί του ανερχόμενοι βαθμηδόν οικονομικώς και κοινωνικώς, κατέλαβαν επίσημες θέσεις εις την τουρκική Αυτοκρατορία, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στο υπόδουλο ελληνικό έθνος. Τα ιστορικά εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας των Κομνηνών-Υψηλαντών είναι τα εξής:

  • Ιωάννης (τέλη του ιζ΄- αρχές του ιη΄αιώνα). Κατείχε επίσημη θέση την Υψηλή Πύλη. Συνέβαλε στην κατάργηση του Πατριαρχείου Αχρίδους και Ιπεκίου, αλλά διαβληθείς ως επίβουλος εις την Τουρκία, υπό ξένων (κυρίως Αυστριακών) αποκεφαλίσθηκε.

  • Θεόδωρος, γιος του Ιωάννη, ο οποίος νυμφεύθηκε την Κασσάνδρα, θυγατέρα του ποστέλνικου[1] Τζαννέτου.

  • Αθανάσιος (Β΄ ήμιση του ιη΄ αιώνα). Γιος του Θεοδώρου. Αρχίατρος του Μεγάλου Βεζίρη Ρετζέπ πασά και Μέγας Πρωτοσπαθάριος[2] του πρίγκιπα της Βλαχίας Γρηγορίου Γκίκα. Συνέγραψε σε 12 βιβλία τα «Εκκλησιαστικά και Πολιτιστικά», ιστορία των γεγονότων από το 1453 έως το 1789.s

  • Ιωάννης, γιος του προηγούμενου ή κάποιου άλλου Αθανάσιου από την οικογένεια των Κομνηνών-Υψηλαντών. Μέγας Διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Το 1759 διαπραγματεύθηκε τη Συνθήκη μεταξύ Τουρκίας και Πρωσσίας, που ήταν η πρώτη Συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ Τουρκίας και γερμανικού κράτους. Νυμφεύθηκε την Σμαράγδα Μαμωνά, από την ομώνυμη μεγάλη οικογένεια της Πελοποννήσου.

  • Αλέξανδρος. Σπουδαίος πολιτικός της εποχής του, γιος του Ιωάννη, (Κωνστ/πολη 1726-1806). Είχε λαμπρή μόρφωση και ήταν γλωσσομαθής. Νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Μουρούζη. Διορίσθηκε Μέγας Διερμηνέας της Υψηλής Πύλης και, λόγω της θέσης του, μετά τα «Ορλωφικά», κατόρθωσε να ματαιωθεί η απόφαση του Αβδούλ Χαμίτ Α΄ για γενική σφαγή των Ελλήνων. Συνέβαλε επίσης στην υπογραφή της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.

Όταν διορίστηκε Ηγεμόνας της Βλαχίας (1774), την οργάνωσε σε πραγματικό κράτος, ώστε η ηγεμονία του να αποκληθεί «Χρυσούς αιών της Βλαχίας», που την προίκισε και με Νομικό Κώδικα, βασιζόμενος στο Βυζαντινό Δίκαιο. Δημιούργησε επίσης στρατό (58 λόχους από Έλληνες και δύο από Σέρβους και Βούλγαρους), με απώτερο σκοπό να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά για την απελευθέρωσης τόσο της Ελλάδας, όσο και των άλλων χριστιανικών λαών της Χερσονήσου του Αίμου. Στα σχέδιά τους αναμίχθηκαν οι γιοι του Δημήτριος και Κωνσταντίνος, οι οποίοι πέρασαν σε φανερές εκδηλώσεις, οπότε οι ίδιοι αναγκάσθηκαν να αποδράσουν από την Βλαχία, ο δε πατέρας τους να παραιτηθεί.

Όταν ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τα σχέδια του Ιωσήφ Β΄ -αυτοκράτορα της Αυστρίας- και της Τσαρίνας της Ρωσίας Αικατερίνης Β΄ της Μεγάλης (1785) περί διανομής των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπέβαλε υπόμνημα για ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Όταν εξερράγη ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, όχι μόνο διαψεύσθηκαν οι ελπίδες του, αλλά μετά την κατάσχεση της αλληλογραφίας του αναγκάσθηκε να δραπετεύσει και να καταφύγει στο Κόμπουρκ και κατόπιν στο Μπρουμ της Μοραβίας, μέχρι το τέλος αυτού του πολέμου.

Ο Σουλτάνος Σελήμ Γ΄, το 1796, τον διόρισε πάλη Ηγεμόνα της Βλαχίας, αλλά μετά από δύο χρόνια παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε ως ιδιώτης στην Κωνσταντινούπολη. Όταν εξερράγη ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1806, συνελήφθη εξαιτίας της δράσης του γιου του Κωνσταντίνου με του Ρώσους στη Μολδαβία και καρατομήθηκε, ενώ δημεύθηκε η περιουσία του. Το πατριωτικό έργο του Αλέξανδρου Ι. Υψηλάντη υπήρξε πολύ σημαντικό. Επηρέασε το μεταρρυθμιστικό έργο του Σελήμ Γ΄, με εισήγησή του καταργήθηκαν οι γενίτσαροι, οι ντερεμπέηδες[3] και οι ορδές των ατάκτων, με την οργάνωση τακτικού στρατού. Υποστήριξε και τον Ρήγα Φερραίο, τον οποίο προσέλαβε σαν γραμματέα.

  • Κωνσταντίνος, γιος του Αλέξανδρου. Πολυμαθής και άριστος πολιτικός (Κωνσταντινούπολη 1760-Κίεβο 1806). Εργάσθηκε δραστήρια, όπως και ο πατέρας του, υπέρ της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους. Μέγας Διερμηνέας της Υψηλής Πύλης (1796-1799). Πέτυχε την ίδρυση της ανεξάρτητης Ιονίου Πολιτείας. Ηγεμόνας της Μολδαβίας (1799) και της Βλαχίας (1802). Καταπολέμησε σαν επικίνδυνη για την ελληνική υπόθεση της επέκταση της επιρροής της γαλλικής πολιτικής στην Ανατολή, αλλά και οι Γάλλοι κατόρθωσαν να επιτύχουν την καθαίρεσή του, οπότε εκείνος κατέφυγε στην Αγία Πετρούπολη. Υποκίνησε και παρακολούθησε την ανεπιτυχή εισβολή των Ρώσων στην Μολδαβλαχία και επανελθών στην Ρωσία πέθανε. Ήταν και ποιητής. Μετέφρασε από τα γαλλικά στα τουρκικά την μελέτη του Βωμπάν για την οχυρωματική τέχνη.

  • Αλέξανδρος, πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου (Κωνσταντινούπολη 1792-Βιέννη 1828). Από τις πλέον ευγενικές φυσιογνωμίες του αγώνα της ελληνικής παλιγγενεσίας και πιστός κληρονόμος των προγονικών του πατριωτικών παραδόσεων. Όντας αξιωματικός του ρωσικού στρατού έχασε τον δεξιό του βραχίονα στη μάχη της Δρέστης (1813) κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους. Ήταν υπασπιστής του τσάρου Αλεξάντρ Α΄ και το 1817 προήχθη στον βαθμό του Ταξιάρχου του Ιππικού της αυτοκρατορικής φρουράς. Το 1820 μυήθηκε από τον Εμμανουήλ Ξάνθο στη Φιλική Εταιρεία και έγινε μέλος με το ψευδώνυμο «Καλός». Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας αρνήθηκε την αρχηγία, ανέλαβε αρχηγός (Έφορος Γενικός της Αρχής).

Όταν απέτυχε το σχέδιο της εξέγερσης όλων των χριστιανικών λαών της χερσονήσου του Αίμου, εξ αιτίας της άρνησης να τον ακολουθήσουν, τόσο του Αρχηγού των Σέρβων Μίλος Οβρένοβιτς, όσο και του αρχηγού των Παντσούρων[4] Τούντορ Βλαντιμηρέσκου, αγωνίσθηκε μόνος με λίγους Έλληνες και τον Ιερό Λόχο, κηρύσσοντας μεμονωμένα την εξέγερση την 24 Φεβρουαρίου 1821 στη Μοδαβία.

Το κίνημά του, αν δεν υπήρχαν οι αρνήσεις των Μίλος Οβρένοβιτς και Τούντος Βλαντιμηρέσκου, η προδοσία του οπλαρχηγού Σάββα, η δειλία που έδειξε ο Καραβίας και η πλήρης ανικανότητα του πρίγκιπα Καντακουζηνού, πιθανόν να είχε διαφορετική τύχη.

Η αλήθεια είναι ότι παρά τον ηρωισμό που επέδειξαν οι απειροπόλεμοι Έλληνες φοιτητές-μαχητές του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821), παρά τη θυσία των μαχητών του Σκουλενίου (17 Ιουνίου 1821), καθώς επίσης την σθεναρή αντίσταση επί 14 ημέρες (8-24 Σεπτεμβρίου 1821) των οπλαρχηγών Ιωάννη Φαρμάκη και Γεωργάκη Ολύμπιου στη Μονή Σέκκου, το εγχείρημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη απέτυχε στρατιωτικώς. Ωστόσο, η ηθική νίκη και η εμπειρία ενίσχυσαν την καθολική εξέγερση του Γένους στην κυρίως Ελλάδα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, μαζί με τους αδελφούς του Γεώργιο και Νικόλαο, καθώς επίσης με τον γραμματέα του Γεώργιο Λασσάνη και τον γηραιό πιστό υπηρέτη του Κωνσταντίνο Καραβελλόπουλο περνούν στο έδαφος της Αυστρίας, όπου τους φυλακίζουν αρχικά στο φρούριο Μουγκάτς και κατόπιν στο Τερέζιενστατ.

Κατόπιν ενεργειών του Τσάρου Νικόλαου Α΄ αποφυλακίζεται την 21 Νοεμβρίου 1827, αλλά εξ αιτίας της κατεστραμμένης υγείας του, που χειροτέρεψε λόγω των κακουχιών, την 19 Ιανουαρίου 1828 αφήνει την τελευταία του πνοή.

Η ανακομιδή των λειψάνων του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τη Βιέννη στην Αθήνα έγινε την 27 Οκτωβρίου 1964. Τοποθετήθηκαν σε ένα μικρό μνημείο μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών, στο Πεδίο του Άρεως, όπου και άγαλμά του. Η ταριχευμένη καρδιά του, όπως και του αδελφού του Γεωργίου, εντός μεταλλικών σκευών είναι τοποθετημένες στο ναό των Ταξιαρχών, επί της οδού Στησιχόρου.

  • Δημήτριος, αδελφός του Αλέξανδρου (Κωνσταντινούπολη 1793-Ναύπλιο 1832. Συνεχιστής του έργου του αδελφού του Αλέξανδρου με αταλάντευτη πίστη και αγνόν, όπως κι εκείνος, πατριωτισμό. Εκπαιδεύθηκε στρατιωτικός στην Γαλλία και υπγρέτησε στον ρώσικο στρατό, φτάνοντας στο βαθμό του λοχαγού. Τον Μάρτιο του 1821 παραιτείται από τον ρώσικο στρατό και ως αντιπρόσωπος του αδελφού του φτάνει με τρόφιμα και πολεμοφόδια στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, συνοδευόμενος από τον επιφανή Φιλικό Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Πήρε μέρος στις περισσότερες μάχες του Αγώνα (πολιορκία Τριπόλεως, εκστρατείες σε Κορινθιακό, Ναύπλιο, Ακροκόρινθο, Φθιώτιδα, Δερβενάκια, Μύλος (Λέρνη), Νέρβαινα, Πέτρα). Το 1822 εξελέγη Πρόεδρος του βουλευτικού.

Αντιτάχθηκε στην πρόταση να τεθεί η επαναστατημένη Ελλάδα υπό αγγλική προστασία, καθώς επίσης σε κάθε προσπάθεια ιδιοτελούς εκμετάλλευσης του Αγώνα. Επί Καποδιστρίου προήχθη στο βαθμό Στρατάρχη της Ανατολικής Ελλάδας.

  • Γεώργιος, αδελφός του Αλέξανδρου και του Δημήτριου. Συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου στη Μολδαβία και κατόπιν συγκρατούμενός του στην Αυστρία.

  • Νικόλαος, αδελφός των Αλεξάνδρου, Δημητρίου και Γεωργίου. Έγινε Φιλικός πριν από τον Αλέξανδρο και ήταν αρχηγός του Ιερού Λόχου. Θεωρείται συγγραφέας απομνημονευμάτων του Αγώνα, γραμμένα στη γαλλική γλώσσα (Memoires du prince Nikolas).

  • Γρηγόριος, αδελφός των τεσσάρων προηγούμενων.

 

 

 

[1] Υψηλό βυζαντινό αξίωμα, κάτι ανάλογο με αυτό του Υπουργείου Εξωτερικών.

 

[2] Ονομασία βυζαντινών αξιωματούχων, ιδίως αυλικών.

 

[3] Γαιοκτήμονες.

 

[4] Βλάχικοι πληθυσμοί.

 

bottom of page