top of page

Η μικρή μου Μεγάλη Πατρίδα

Πόντος

380-2004

Παναγία Σουμελά

Θρύλοι και ιστορία 

 

του Γεώργιου Τσαλουχίδη

 

 

Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πλέξαμε μόνο τα εγκώμια στη λατρεία της Παναγίας, δεν υμνήσαμε μόνο σε ύμνους τη Βασίλισσα των ουρανών, την Παντάνασσα, τις αφιερωμένες στη μνήμη της, έτσι που να είναι το πλέγμα που συγχωνεύει κάθε γαλήνια μακαριότητα του θανάτου. Πέρα από το νοητό και το ανεκτίμητο μνημείο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στολίσανε τα πιο όμορφα τοπία της ιερής τους γης με υπέροχους ναούς, μαρτυρίες της αιώνια δόξας της, ναούς που τους λαμπρύνανε τ’ αφιερώματα και τους στέφουνε οι θρύλοι.

Στους θρύλους ζει και θυμάται η ελληνική ψυχή όσα κατά καιρούς τη δόξασαν, όσα της σφράγισαν τα δάκρυα, όσα παρηγόρησαν του πόνους, την κράτησαν πάνω από τη ροή του χρόνου, εμπρός σε παντοτινή ανάσταση.

Ένας από τους πιο δοξαστικούς θρύλους της Παντάνασσας, για τους Πόντιους ο λαμπρότερος μέσα στους λαμπρούς, σε αίσθημα και αίγλη, είναι ο θρύλος που περιβάλλει τη Βασίλισσα του Πόντου, την Παναγία Σουμελά.

Στα χέρια του Ευαγγελιστή Λουκά χαράξανε τη θεϊκή μορφή πάνω στο ξύλο και το αγιάσανε στους αιώνες με τη χάρη του Θεού.

Τρεις εικόνες σώζονται από εκείνες που εργαστήκανε τα δάκτυλα με τη Θεία έμπνευση, που θέρμαινε την ταπεινή ψυχή  του Ευαγγελιστή. Η μια αναμένει το αναστάσιμο κράξιμο της λευτεριάς στην Κύπρο, στη Μονή Κύκτιου, η άλλη αναπαύεται λευτερωμένη στη γαλήνη που περιβάλλει τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και η τρίτη κάτοικος του όρους Μελά του Πόντου, τώρα αποκαταστάθηκε ο θρόνος της στα Μακεδονικά Βουνά.

Η Παναγία που έζησε και συμμερίστηκε τη ζωή του Γένους περισσότερο από κάθε τι άλλο αγιασμένο εικόνισμα σ’ αυτό έχει φανερώσει τη Θεία θέλησή της, όταν, εγκαταλείποντας την ευλαβική φιλοξενία της Θήβας μονή πέταξε μέσα από τα σύννεφα, για να διαλέξει θρόνο στην καρδιά του Ελληνισμού της Ανατολής, στον Πόντο. Έτσι έχει η παράδοση, που τη λατρεύει ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός μας...

Στο τέλος του 380 μ.Χ. επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου του Μεγάλου, εποχή που ο Ελληνισμός ξυπνούσε σε νέα αίγλη, σκορπούσε τα φώτα του στον κόσμο, τον βυθισμένο στο Μεσαιωνικό σκοτάδι. Τότε η Παναγία η «Αθηνιώτισσα» ζήτησε να ευλογήσει καινούργιες δόξες, πόθησε τη θέση της εκεί, όπου η ζωή η Ελληνική, η Χριστιανική πίστη έσφυζε σε νέο παλμό, ποθώντας τη δική της παρουσία ν’ αναδέψει, να ξεχυθεί πιο πάνω, πιο πλατειά. Εκεί έπρεπε η παρουσία της. Σ’ εκείνες τις επάλξεις να σταθεί σύμβολο-ίνδαλμα-στυλοβάτης και να δοξαστεί η λατρεία της στον Πόντο.

Από τους πιστούς διάλεξε τον Βαρνάβα και το Σοφρόνιο, οι οποίοι με τη βοήθεια της Παναγίας έφτασαν σώοι, εκτελώντας τη θέλησή της «Πορεύομαι στο Όρος Μελά», κοντά στην Τραπεζούντα, όπου και εγκαταστάθηκαν στο Σπήλαιο του Μονόλιθου Βράχου.

Εκεί ανέμενε η εικόνα της Παναγίας. Μέσα εκεί και το Αγίασμα που δεν έπαψε από τότε να σταλάζει βάλσαμο γιατρειάς. Δεν μπόρεσε να το στερέψει ούτε η καταστροφή.

Οι δύο μοναχοί μετά τους δοξαστικούς αίνους που έψαλλαν μέσα στην ασυγκράτητη αγαλλίασή τους για το θάμμα που αξιώθηκαν να βρουν το εικόνισμα και έπρεπε να χτίσουν Μοναστήρι στη λατρεία της. Ως εκ θαύματος δέχτηκαν την ηθική και υλική υποστήριξη του αρχαιότερου μοναστηριού του Πόντου, του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος.

Στο πρώτο κτίσμα χοροστάτησε ο επίσκοπος Τραπεζούντας και στα εγκαίνια παρευρέθηκε ο ηγεμόνας Αυγουστάλιος Κορτίκιος, 386 μ.Χ.

Από τότε πολλά έμελλε να δει η Παναγία Σουμελά από το νέο θρόνο της. Ο πλούτος της Μονής δεν προσήλιε μόνο προσκυνητές. Την εποφθαλμιούσαν οι κακοποιοί, την ζηλοφθονούσαν οι άπληστοι. Συχνά οι μοναχοί αντιμετώπιζαν επιδρομές στα ύψη εκείνα. Πολλές φορές καταστράφηκε, πολλές φορές δεν έμεινε λίθος επί λίθου. Πάντοτε με θάμμα βρίσκονται πάλι εκεί η Αγία Εικόνα, στημένη στο κοίλωμα του Βράχου.

Η τελευταία ανοικοδόμηση, ύστερα από τέλεια ερήμωση, έγινε το 644 μ.Χ. 

Από τότε η Μονή γνώρισε πλούτη και δόξες. Οι Αυτοκράτορες, οι Μεγάλοι Κομνηνοί, από τον Ιωάννη ως τον τελευταίο, Δαυίδ Κομνηνό, έδειξαν την ευσέβειά τους προστατεύοντάς την.

Την προικοδότησαν και της χάρισαν προνόμια, αλλά και τα θαύματα της Παναγίας τους προστάτευαν, τους δόξαζαν στη λαμπρή τους πορεία. Ο Μανουήλ πρόσφερε στην Παναγία το μεγάλης αξίας σταυρό, είναι ο σταυρός του Σωτήρα που σώθηκε με την εικόνα. Όταν ο Αλέξιος ο Γ΄ σώθηκε από θαλασσοταραχή κατά μια εκστρατεία, επιστρέφοντας νικητής πήγε και προσκύνησε τη Σουμελά και πρόσφερε δώρα. Επιπλέον διέταξε την οχύρωση με μόνιμη φρουρά, ίδρυσε νέους πύργους και άλλα κελιά. Γενικά την προστάτευσε από επιδρομές Βαρβάρων. Επίσης αύξησε την περιουσία της Μονής σημαντικά, προσφέροντας κλήρους πλούσιας γης και 48 χωριά με όλα τα πρόσοδά τους.

Όμως και η Μονή ανταπέδωσε, τιμώντας τον Αυτοκράτορα, εγράφη στο μέτωπο της Πύλης του Ναού η επιγραφή που σώζονταν ως το 1650 μ.Χ.

«Κομνηνός Αλέξιος, Κτίτωρ πέφυκε της Μονής ταύτης νέος...»

Το παράδειγμα του Αλέξιου ακολούθησαν και οι άλλοι αυτοκράτορες, ώσπου έπεσε το Βυζάντιο, έπεσε η Τραπεζούντα το 1461, κι ενώ θα περίμενε κανείς πως όλα θα βυθίζονταν στο σκότος, στην αφάνεια και στην καταστροφή, η Παναγία Σουμελά συνέχιζε να ζει και να θαυματουργεί και μέσα στη σκλαβιά. Παρέμενε η ψυχή του γένους κι έγραφε μαί του τη λαμπρή ιστορία της. Μέσα στο σκοτάδι που τύλιξε τον Πόντο η Παναγία Σουμελά έμεινε νησίδα φωτεινή και παρέμεινε σεβαστή η λατρεία της από πιστούς, αλλά και από άπιστους, για να σκορπά στον σκλαβωμένο Ελληνισμό παρηγοριά και θάρρος.

Ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ υπεροπτικός μονάρχης, αν και ήταν γιος της Μαρίας από τη Λιβερά που παντρεύτηκε τον πατέρα του Βογιαζίτ, από θάμμα, στα 1522, που έγινε για της σωτηρία του, έδειξε ευγνωμοσύνη προς τη μητέρα του Χριστού και διέταξε προστασία της Μονής. Ο δε Σελίμ Β΄ με φιρμάνι παραχώρησε πολλά προνόμια στη Μονή. Έτσι έμεινε η παράδοση στους Τούρκους σουλτάνους να σέβονται γενικά τις Μονές του Πόντου. Σώζονται πολλά από τα φιρμάνια τους που υπαγόρευαν τα αισθήματά τους προς το φωτεινό πνευματικό φάρο του Ελληνισμού.

Το παράδειγμα ακολούθησαν και οι Ελληνικής καταγωγής ηγεμόνες των Παραδουνάβιων περιοχών στα τέλη του 18ου αιώνα και αφιέρωσαν πολλά στη Σουμελά. Σώζονται τα Χρυσόβουλα του Σκαρλάτου της Μολδοβλαχίας (1756), του Στεφάνου (1761), του Ιωάννη Υψηλάντη της Ουγγρο-Βλαχίας (1775) κ.ά.

Γιατί κάτω από την ιερή σκέπη της Παναγίας Σουμελά, έζησαν, με την ελπίδα άσβεστη, την πικρή τους μοίρα γενιές σκλαβωμένων Ελλήνων. Διατηρήθηκε αδιάσπαστη η παράδοση του Γένους, σαλπίζοντας ακατάπαυστα ένα εγερτήριο, που ανέστησε τη δόξα των χαμένων Αυτοκρατόρων. Ο θρόνος που διάλεξε για τη λατρεία της στο όρος Μελά φεγγοβολούσε σε Ανατολή και Δύση. Κάτω από το ζηλόφθονο μάτι του Τούρκου, ο Ελληνισμός ήταν πάντα ο ίδιος από τη δύναμη που αντλούσε από την προστάτιδά του, την Παναγία. Εκεί πάνω στα βουνά της Ματσούκας ανάσαινε έναν αέρα δικής του λευτεριάς, γιόρταζε τις γιορτές του χρόνου προς την Παναγία του. Πιο λαμπρά γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο η Ρωμιοσύνη από τα πέρατα της Ρωσίας, ίσαμε το διασκορπισμό της στη Δύση συγκεντρωνόταν εκεί, στη γιορτή.

Έτσι πέρασαν περίπου πεντακόσια χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς του Πόντου, ώσπου ήρθε η μεγάλη καταστροφή. Και ήρθε το 1922 το νέο ξερίζωμα του Γένους. Σαν ξέσπασε η λαίλαπα εκείνη, με σφιγμένη την καρδιά οι μοναχοί της, οι πιστοί θεματοφύλακες των ιερών τους σκέφτηκαν πως δεν θ’ αργούσε η ίδια η ερήμωση που επρόκειτο να συμβεί στην κατοικία της Παναγίας.

Έτσι έκρυψαν όλα τα ιερά κειμήλια, την ιερή εικόνα, το χειρόγραφο του Αγίου Χριστοφόρου και το Βαρύτιμο Σταυρό που δωρίσθηκε από τον Εμμανουήλ τον Κομνηνό, όλα στον παραπλήσιο ναό της Αγίας Βαρβάρας.

Το Δεκαπενταύγουστο του 1931 στο Μέγα Σπήλαιο της Αγίας Λαύρας όπου πήγε να προσκυνήσει ο Ελ. Βενιζέλος, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος, αναπολώντας τη δόξα της Μονής του Πόντου απεκάλυψε στον Έλληνα Πρωθυπουργό της απόκρυψη των ιερών κειμηλίων της Παναγίας Σουμελά και ο Ελ. Βενιζέλος υποσχέθηκε να τα ξαναφέρει κοντά στο λαό της. Τον ίδιο μήνα συνεννοήθηκε με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού κι έτσι στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου ξεκίνησε η επιχείρηση επιστροφής των κειμηλίων με επικεφαλής το μοναχό Αμβρόσιο Σουμελιώτη.

Όλη η διαδρομή από την Τραπεζούντα ως το καμένο κουφάρι της Μονής Σουμελά περιγράφτηκε σε μία λέξη, ερήμωση. Ποια η διαφορά! Φρίκη και αποκαρδίωση, όταν ο έξοχος εκείνος μοναχός αντίκριζε τα ερειπωμένα ελληνικά χωριά. Ούτε καπνός από τις εστίες, ούτε χαρούμε παιδιά, ούτε πολυάσχολοι χωρικοί, ούτε χλιμιντρίσματα ζώων, ούτε λύρα να τέρπει, ούτε η μελίρρυτη φωνή της Πόντιας Ρωμάνας. Νέκρα και εγκατάλειψη στη Λιβερά, στη Δανείαχα, στο Καπίκιοι, στη Βερίζενα, στου Σκαλίτσα, στου Χορτοκόπ’.

Το ευτύχημα για όλους τους Πόντιους είναι ότι η επιχείρηση πέτυχε. Τα ιερά κειμήλια ήσαν στα χέρια του μητροπολίτη Χρύσανθου, ο οποίος τα εναπέθεσε μετά στο Μουσείο Μπενάκη, να μεταφερθούν έπειτα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, ώσπου ν’ αποκτήσουν αργότερα δικό τους ναό.

Ο Φίλων Κεντίδης, έκανε τάμα στη ζωή του ν’ αποκτήσει τον ωραίο Θρύλο της Παναγίας. Την ιδέα του εκμυστηρεύτηκε σε μια διάλεξή του στην Εύξεινο Λέσχη Θεσ/νίκης στα 1950. Όλοι συμφώνησαν και το όνειρο μέσα σ’ ένα χρόνο έγινε πραγματικότητα. Έτσι το δεκαπενταύγουστο του 1051 όλα ήσαν έτοιμα για τη μεταφορά της Αγίας Εικόνας στο νέο θρόνο της. Η διαδρομή από την Αθήνα ως τα ύψη της Καστανιάς υπήρξε μεγαλειώδης. Το κράτος και η Εκκλησία απέδωσαν «τιμές Βασιλίσσης» στη Μεγαλόχαρη του Πόντου. Το Βυζάντιο ξανάζησε όλη τη μεγαλοπρέπεια. Ο Ιεράρχης Βεροίας Αλέξανδρος είπε με κατάνυξη: «Είδον οι οφθαλμοί μου την Εικόνα σου Θεοτόκε, την εικόνα αυτή την λαμπράν και πάνσεπτον, η οποία θα σκέπει τα ακραία σύνορα της πατρίδος, την εικόνα η οποία του λοιπού θα φυλάττει το ποίμνιό Σου, όπως επί αιώνες εφύλαξε τούτο εις άλλα όμοια Βουνά».

Στην Υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους μία κατοικία έχει προσφερθεί όμοια, ωραία και απόκοσμη, μια κατοικία στις ψηλές κορφές του Βερμίου, στ’ απόκρημνα βράχια που ξύνουν με την αιώνια γαλήνη τους τα ριζά των γαλάζιων ουρανών κι ατενίζουν στα βάθη του ορίζοντα την αταραξία των κάμπων. Μια κατοικία που χτυπούν τ’ αστροπελέκια, τη δέρνουν οι άνεμοι, που εύκολα τώρα διηγείται στα σφυρίγματά τους, τους θρύλους και τις παραδόσεις του Ελληνισμού.

Η Πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας Σουμελά είναι το ορατό, το συγκεκριμένο και ακαταμάχητο σύμβολο της Μεγάλης Ιδέας του Ελληνικού Έθνους. Και ως πολυσύνθετο έμβλημα που άρρηκτα συνδέει του όπου γης Έλληνες, θα παραμείνει αείποτε αναλλοίωτη στο στερέωμα το Ελληνισμού, πλάι στο περίτεχνο Παρθενώνα και τον περικαλλή ναό της Αγίας Σοφίας.

Η ιστορική τούτη εικόνα που διέσωσε στο παρελθόν τον Ποντιακό Ελληνισμό από μύριους κινδύνους και θριάμβευσε εν μέσω άξεστων Αγαρηνών και ανελέητων αλλόπιστων διωκτών, ενώνει τώρα όλους τους Έλληνες στο περήφανο βουνό της Μακεδονίας, το Βέρμιο.

Σκιρτούν οι Πόντιοι στο άκουσμα του ονόματος και ριγούν σύγκορμα στο αντίκρισμα της εικόνας της Παναγιάς του Μελά, του σεπτού τούτου Τέμενους του Ποντιακού όρους, όπου ο νους και ο λογισμός τους αναζητά καταφυγή και όπου άσβεστη παραμένει ανά τους αιώνες η πίστη τους στο Ιερό τούτο Σύμβολο της Χριστιανοσύνης και όπου ο πόθος τους ο διακαής, για τη Μεγάλη Ελλάδα, φωλιάζει στα άγρια φυλλώματα του σκλαβωμένου Μελά και στις ελεύθερες κορφές του Βερμίου.

Από το βουνό αυτό της Μακεδονίας στάλθηκε στα πέρατα της οικουμένης μήνυμα αγάπης, ομοψυχίας, πίστης και με τη βοήθεια της Παναγίας να έρθουν καλύτερες μέρες στον τόπο μας, στην πατρίδα μας και σε όλο τον κόσμο.

Από το Δεκαπενταύγουστο του 1952 τα μάτια της Σουμελιώτισσας που είδαν τις λαμπρές δόξες του Γένους και κλάψανε τις συμφορές, ατενίζουν από τον ψηλό θρόνο τη Νέα Ελλάδα. Αυτή είναι: «Η Πρόσφυξη Παναγία», η Σουμελά.

bottom of page