ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΛΟΥΧΙΔΗΣ
Έλληνες...
«Η Πόλις Εάλω και ζω εισέτι;» Μ’ αυτή την σπαρακτική κραυγή έπεσε, πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης, στην ύστατη μάχη του την 29η Μαΐου 1453, ο τελευταίος τραγικός Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που ήταν η ύστατη ημέρα της ζωής του και μαζί η ύστατη ημέρα της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το πρώτο φως της ημέρας το είδε στο 9 Φεβρουαρίου 1405, στην πορφύρα αίθυοσα των ανακτόρων των Βλαχερνών, που οι τοίχοι της ήταν ντυμένοι με πορφυρό μάρμαρο, γι’ αυτό πήρε και τον επίζηλο τίτλο «Πορφυρογέννητος», τον οποίο έπαιρναν όλα τα βασιλόπουλα που γεννόνταν σ’ αυτή την αίθουσα.
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
«Η Πόλις Εάλω και ζω εισέτι;»
του Γεώργιου Τσαλουχίδη
Λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων του, μόλις συμπλήρωσε τα 16 χρόνια, ο πατέρας του, Μαουήλ Παλαιολόγος, τον ανακήρυξε Δεσπότη της, ακόμη τότε, ελεύθερες πόλεις της Θράκης, ως τη Μαύρη Θάλασσα καθώς και στην Αγχίαλο και στην Μεσημβρία. Στο Δεσποτάτο αυτό πήρε μαζί του και το φίλο του ιστορικό Γεώργιο Φραντζή, που τον υπηρέτησε σαν Υπασπιστής και σύμβουλός του 30 ολόκληρα χρόνια, με αφοσίωση και στις πιο δύσκολες διπλωματικές αποστολές, αλλά και σε όλες τις περιπέτειες της δραματικής του πορείας, ως το θάνατό του.
Το 1427 ήλθε στην Πελοπόννησο, όπου ο αδερφός του Θεόδωρος ήταν Δεσπότης του Μυστρά. Την 1η Ιουλίου του 1428 τα τρία αδέρφια, Θεόδωρος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος έρχονται στην Πάτρα, προς εκδίωξη των Φράγκων.
Παντρεύτηκε σε ηλικία 24 ετών την Μαγδαληνή Τόκου (που πήρε το βυζαντινό όνομα Θεοδώρα) θυγατέρα του Λεονάρδου Τόκου κυρίου της Ζακύνθου και ανιψιά του Καρόλου Α΄, Ηγεμόνα της Ηπείρου και Δούκα Λευκάδας. Έλαβε ως προίκα την Γλαρέντζα (Κυλλήνη) και όσα φρούρια κατείχε στην Πελοπόννησο ο Κάρολος καθώς και τις γύρω απ’ αυτές περιοχές της Ηλείας και της Αχαΐας.
Το 1428-29 οι Βυζαντινοί υπό τον Κωνσταντίνο, πολιόρκησαν την Πάτρα που τελούσε υπό Φράγκικη κυριαρχία από το 1205 και μάλιστα επί έναν αιώνα ήταν ανεξάρτητη Αρχιερατική Βαρωνεία, της οποίας επικυρίαρχος ήταν ο Πάπας της Ρώμης.
Στις 4 Ιουνίου 1430 του παραδόθηκαν τα κλειδιά της πόλεως προ του ναού του Αγίου Ανδρέα, όπου τον υποδέχθηκαν σαν ελευθερωτή ο λαός και «οι του κάστρου έγκριοι». Μετά το θάνατο του αδερφού του Αυτοκράτορα Ιωάννη, ο Κωνσταντίνος στέφθηκε Αυτοκράτορας, στη Μητρόπολη του Μυστρά και μεταφέρθηκε με συνοδεία καταλανικών πλοίων, ελλείψει βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τις τύχες της καταρρέουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αλλά σε ποια Βυζαντινή Αυτοκρατορία κλήθηκε ο τραγικός Αυτοκράτορας να βασιλεύσει ή μάλλον να διασώσει; Η παλιά Αυτοκρατορία που κάποτε έφθανε ως το Δούναβη και κάτω ως την Περσία, την Αραβία και την Αφρική, τώρα είχε περιορισθεί σε μόνη σχεδόν την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, ίσα με 100 μίλια βόρεια και δυτικά και σ’ ένα κομμάτι της Πελοποννήσου, αποκομμένο κι αυτό από την Βασιλεύουσα, χωρίς να προσφέρει ή να δεχθεί την παραμικρή βοήθεια. Τώρα. την απέραντη παλιά Αυτοκρατορία την διέσχιζε κανείς με τα πόδια, μέσα σε τρεις ώρες. Ακρωτηριασμένη εδαφικά, λεηλατημένη από τους Σταυροφόρους και καταβαραθρωμένη οικονομικά από τους αδιάκοπους αγώνας, βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Το Βυζαντινό στράτευμα αποτελείτο κυρίως από μερικούς μισθοφόρους και στόλους μόνο από πέντε γαλέρες.
Ακόμη αυτές τις κρίσιμες στιγμές το Βυζάντιο συνταρασσόταν και από τη φανατική αντίθεση Ενωτικών και Ανθενωτικών, δηλαδή εκείνων που ήσαν υπέρ της ενώσεως των εκκλησιών όπως είχε συμφωνηθεί στην Φεράρα και Φλωρεντία το 1438-39 και αυτών που δεν παραδέχονταν αυτήν την ένωση. Στους ανθενωτικούς ανήκε και ο Πρωθυπουργός Λουκάς Νοταράς, ο οποίος σύμφωνα με τον ιστορικό της αλώσεως Δούκα, δεν δίστασε να δηλώσει: «κρετότερον εστί ειδέναι εν έση τη πόλει φακιόλιον βασιλείου Τούρκου ή καλύπτεραν λατινικήν», ενώ ο πραγματικά μορφωμένος, αλλά πεισματικά ανθενωτικός Μοναχός Γεννάδιος, ο οποίος μετά την άλωση έγινε Πατριάρχης, είχε ξεσηκώσει τον κλήρο και μεγάλο μέρος του λαού κατά της ενώσεως, τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος έκανε απεγνωσμένες εκκλήσεις στην Ιταλία, στον Πάπα, Βενετία, Γένοβα να δώσουν γαλέρες και στρατεύματα.
Ο Πάπας έστειλε τον Καρδινάλιο Ισίδωρο με 200 μόνο στρατιώτες. Ευτυχώς που στις 26 Ιανουαρίου 1453, έφτασε αυτόκλητος από τη Χίο ο γενναίος Γενοβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης, με 2.000 άνδρες, στον οποίο λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος ανέθεσε την Αρχιστρατηγία. Οι ιστορικοί υπολογίζουν σε 7.000 τον στρατό του Βυζαντίου, όπου ένας στρατιώτης αντιστοιχούσε σε τρεις επάλξεις των τειχών, που οι περισσότερες, έτσι, έμειναν αφρούρητες, ενώ των Τούρκων σε 160.000 (ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει 400.000, ο Φραντζής και ο Δούκας 260.000). Τα τούρκικα πλοία τα ανεβάζουν οι ιστορικοί σε 400 περίπου, ενώ των Χριστιανών μόνο 26!
Τα τείχη όμως, του Βυζαντίου αποτελούσαν τη μοναδική του ισχυρή αντίσταση, και γι’ αυτό είχαν αντέξει ως τώρα σε 26 πολιορκίες. Ήσαν σε τριπλή σειρά. Μπροστά υπήρχε μια τάφρος πλάτους 21 μ. γεμάτη νερό, βάθους 6 μέτρων. Στο χείλος ήταν κτισμένο το προτείχισμα, όπου εύρισκαν εμπόδιο όσοι κατάφερναν να περάσουν την τάφρο. Λίγο πιο μέσα ήταν το «έξω τείχος», ύψους 81/2 μ. και πάχους 2 μ., με 120 πύργους με οδοντωτές επάλξεις. Πίσω από αυτό ήταν ο πλατύς δρόμος, «ο περίβολος», για να ενώνει το έξω τείχος με το μέσα τείχος, που ήταν το ψηλότερο, 11 μ. ύψος και 5 μ. πάχος, με πολλούς πύργος, που ο καθένας τους απείχε από τον άλλο 80 μ. και μπορούσε ο καθένας να στεγάσει 60-70 στρατιώτες. Καμιά ευρωπαϊκή πόλη δεν προστατευόταν τόσο γερά όσο η Κωνσταντινούπολη.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής (ηλικίας 23 ετών τότε), αφού υπέγραψε σύμφωνο ουδετερότητας με του Ούγγρους και τους Σέρβους και ανανέωσε μια 5ετή συνθήκη, που είχε υπογράψει ο πατέρας του Μουράτ με του Βενετούς, αποβιβάζει νύχτα στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου 10.000 κτίστες και ανυψώνει απότομα ένα φρούριο, το Ρούμελι-Χισάρ, απομονώνοντας την Κωνσταντινούπολη από τον Εύξεινο Πόντο, που ήταν η μοναδική πηγή ανεφοδιασμού. Παράλληλα πέτυχε το καταπληκτικά ασύλληπτο, να μεταφέρει 70 πλοία από την ανοιχτή θάλασσα, δια ξηράς, επάνω σε έλκηθρα που τα έσερναν αναρίθμητα βόδια, πάνω σε γρασαρισμένους κυλίνδρους και να τα ρίξει στον Κεράτιο Κόλπο. Αυτό ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να μετακινήσει προς αυτή την πλευρά τους λίγους υπερασπιστές, αποδυναμώνοντας τα άλλα μέτωπά του.
Τώρα η Κωνσταντινούπολη είναι πολιορκημένη ασφυκτικά απ’ όλες τις πλευρές, με 26 πυροβολεία έτοιμα να κτυπήσουν τα τείχη τους και 2.000 σκάλες και άρπαγες έτοιμες για την ανάβαση σ’ αυτά. Την κρίσιμη αυτή στιγμή παρουσιάστηκε στον Σουλτάνο ένας τεχνίτης κανονιών (ο Ούγγρος Ουρβανός), που λογαριάζοντας στη μεγάλη αμοιβή του, κατασκεύασε από ορείχαλκο το μεγαλύτερο ως τότε πυροβόλο του κόσμου, βάρους 20 τόνων, που το μετακινούσαν 60 βόδια και έριχνε βλήμα λίθινο 700 κιλών, που μαζί με άλλα παρόμοια σμπαράλιαζαν συστηματικά τα τείχη επί 54 μερόνυχτα, τα οποία δεν προλάβαιναν οι πολιορκούμενοι άνδρες, γυναίκες, παιδιά, καλόγεροι, καλόγριες και γέροι να επισκευάζουν με κάθε λογής υλικό όπως πέτρες, σανίδες κληματόβεργες, δεμάτια άχυρο κ.ά.
Παρ’ όλες τις πολλές ρωγμές που άνοιγαν στα τείχη τα τρομερά εκείνα κανόνια, παρά την εξάντληση των αμυνόμενων, παρά τη δυνατότητα του Μωάμεθ να αντικαθιστά διαρκώς τα επιτιθέμενα στρατεύματά του, όλες οι επιθέσεις αποκρούσθηκαν με πολλές απώλειες εκατέρωθεν και άρχισε να κλονίζεται το ηθικό των Τούρκων, σε σημείο που, σε συνεδρίαση του Επιτελείου του Μωάμεθ, ο Μέγας Βεζίρης Χαλίλ υποστήριξε με επιμονή τη λύση της πολιορκίας. Τότε ο Σουλτάνος προσπάθησε με διαπραγμάτευση να πάρει την πόλη χωρίς πόλεμο, με αντάλλαγμα να παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο την ανεξάρτητη ηγεμονία της Πελοποννήσου με εγγύηση για τη ζωή και περιουσία των κατοίκων.
Και τότε ο Παλαιολόγος έδωσε τη μεγαλειώδη απάντηση που αντηχεί στος αιώνες σαν ένα καινούργιο «Μολών Λαβέ»: «το δε την πόλιν σοι δούνται αύτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων νε ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθάνομεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ο Σουλτάνος παίρνει την απόφασή του για το τελειωτικό κτύπημα. Υπόσχεται στους πολεμιστές του: όσοι περάσουν τα τείχη και μπουν στην Πόλη, για τρία μερόνυχτα θα κάνουν ότι θέλουν, θα σκοτώνουν, θα αιχμαλωτίζουν, θα βιάζουν, θα αρπάζουν θησαυρούς, ενώ οι Δερβίσηδες διακηρύσσουν ότι όσοι σκοτωθούν θα πάνε στον Παράδεισο, όπου θα γλεντούν με ουρί και πλούσια εδέσματα.
Ο Κωνσταντίνος, την παραμονή, αφού επιθεώρησε τα διάφορα σημεία του μετώπου μαζί με τον Ιουστιάνη, διέταξε να γίνει λειτουργία. Κοινώνησαν όλοι, με πρώτο τον Αυτοκράτορα, που στάθηκε χλωμός και σκυθρωπός, απλά ντυμένος, χωρίς πορφύρες, φέροντας το σπαθί του όνο, και έλαβε τη Θεία μετάληψη. «Ο δε βασιλεύς», γράφει ο Δούκας, «ελθών και προσευξάμενος μετά κλαυθμού, τα έσχατα και θεία μαρτύρια μετέλαβεν». Κατόπιν πήγε στα Ανάκτορα, και με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε συγχώρηση από τους λειτουργούς του κράτους. Όλοι έκλαιγαν και θρηνούσαν γύρω. «Τις διηγήσεται τας τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν παλατίω» λέει ο Φραντζής. «Ει και αποξύλου ή εκ πέτρας άνρθωπος ην, ουκ αδύνατον μή θρηνήσαι».
Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, άρχισε η τελική επίθεση. Οι Τούρκοι πολεμούν πεισματικά, υφίστανται πολλές απώλειες, αλλά προχωρούν. Περνούν την τάφρο. Τοποθετούν τις 2.000 σκάλες στο εξωτερικό τείχος, αλλά οι αμυνόμενοι τους γκρεμίζουν και τους αποδεκατίζουν, σκοτώνοντας 50.000 απ’ αυτούς. Άρχισαν να υποχωρούν. Ακολουθεί δεύτερη επίθεσή τους από φανατισμένους και έμπειρους πολεμιστές που κτυπούν με λύσσα.
Οι Βυζαντινοί κρατούν ακόμη, ρίχνουν πέτρες, βέλη, ζεματιστό λάδι, υγρό πυρ, μάχονται σώμα με σώμα ανάμεσα στον εξωτερικό και εσωτερικό τοίχο και επάνω στις επάλξεις. Ξανά υποχωρούν οι Τούρκοι. Ο Μωάμεθ τώρα ρίχνει την τρίτη εφεδρική δύναμη, των τρομερών Γενιτσάρων, που την φύλαγε να τη ρίξει στη μάχη όταν οι αμυνόμενοι θα είχαν εξαντληθεί από τις δύο προηγούμενες. Ανεβαίνουν στα τείχη με σκάλες, μάχονται εκ του συστάδην, μέχρι που σπάζουν τα σπαθιά τους.
Ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης πολεμούν με ανδρεία, αλλά σε λίγο τραυματίζεται ο Ιουστινιάνης και φεύγει από τη μάχη. Μαζί του φεύγουν και πολλοί δικοί του. Το μέτωπο στην πύλη του Ρωμανού, που ήταν και το κυριότερο μέτωπο, το διεύθυνε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Σε λίγο, όμως, οι Τούρκοι ανακαλύπτουν την Κερκόπορτα, μια μικρή πόρτα που την είχαν οι Έλληνες για να επικοινωνούν με το εξωτερικό τείχος και την είχαν ξεχάσει ανοικτή. Από εκεί μπήκαν οι Τούρκοι, που στη συνέχεια άνοικαν και άλλες πύλες και κύκλωσσαν τους αμυνόμενους. Ήταν έκτη πρωινή περίπου. Ο Κωνσταντίνος, όπως λέει ο Φραντζής «πολέμησε ως λέων βρυχώμενος, περικυκλωμένος και την ρομφαία έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων κατέσφαξεν». Κατά τον Δούκα και τον Κριτόβουλον φώναξε: «Η πόλις αλίσσεται και εγώ ζώ έτι; Ουκ έστιν τις των χριστιανών λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού;».
Οι Τούρκοι στην τελευταία αυτή φάση της εφόδου των για να καταλάβουν οριστικά την Πόλη, πέρασαν πάνω από τα πτώματα 800 γενναίων πολεμιστών. Ανάμεσά τους ήταν και του Αυτοκράτορα, που όπως λένε το αναγνώρισαν την επομένη από τα βασιλικά πέδιλα, με τους δικέφαλους αετούς, που πολέμησε σαν απλός στρατιώτης μεταξύ των στρατιωτών του, σώζοντας με τον ηρωικό θάνατό του, τις τραγικές εκείνες στιγμές, την εθνική τιμή του Ελληνισμού. Για το πού ετάφη ο τελευταίος Αυτοκράτορας, οι πληροφορίες δεν είναι σαφείς, γιατί οι συγγραφείς δεν συμφωνούν μέσα στη σύγχυση που επικράτησε εκείνες τις θρυλικές ώρες. Απ’ αυτήν τη σύγχυση γεννήθηκε ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, που πάλι με χρόνια και καιρούς θα ξαναμπεί στην Πόλη, για να διώξει του βάρβαρους κατακτητές ως την Κόκκινη Μηλιά, θρύλος που νανούρισε, καρτερικά, το γένος των Ελλήνων τα σκοτεινά χρόνια της μακροχρόνια σκλαβιάς που ακολούθησε μετά το πάρσιμο της Πόλης.