ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΛΟΥΧΙΔΗΣ
Έλληνες...
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ομιλία Γεωργίου Τσαλουχίδηστην επιμνημόσυνη δέηση
στις 24 Φεβρουαρίου στο Πεδίο του Άρεως
Στρέφουμε σήμερα το νου και την καρδιά μας προς τον ηγέτη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Τιμούμε, έστω με λόγια, εκείνον που με πράξεις θεμελίωσε τη νεότερη εθνοκρατική μας υπόσταση. Υποκλινόμεθα ενώπιον μιας τραγικής προσωπικότητας, που ανήλθε με απαράμιλλη καρερία την οδό του μαρτυρίου για την πατρίδα.
Και απολογούμεθα. Απολογούμεθα, γιατί επιτρέψαμε, καθ’ όλον τον νεοελληνικό βίο να υποβαθμιστεί η σημασία της Επαναστάσεως στην Μολδοβλαχία και να μην αποδοθεί η πρέπουσα τιμή στον Γενικό Επίτροπο της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, στον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Η επανάσταση του 1821, δεν προέκυψε εν κενώ, αλλά προετοιμάστηκε από τον πατριωτισμό και την αυτοθυσία των μελών μιας εταιρείας. Και δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου, αλλά στις 24 Φεβρουαρίου με την περίφημη προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας.
Γόνος λαμπρής ποντιακής και φαναριώτικης οικογένειας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, διαμόρφωσςε μια έξοχη χαρακτηριολογική σύνθεση της ποντιακής ηρωικότητας και της φαναριώτικης ιδιοφυίας. Πολύ νωρίς έμαθε από τον πατέρα του, τον ηγεμόνα Κωνσταντίνο, ότι «οι Έλληνες μόνον εις εαυτούς πρέπει να στηρίζοντα, όπως γίνωσιν ελεύθεροι».
Γεννημένος το 1792, μεγάλωσε στο πνευματικό κλίμα μιας οικογένειας ελληνολατρικής, που έθετε την εθνική ιδέα πάνω από τα ταξικά της συμφέροντα.
Με τη φυγή του πατέρα του, τον ακολούθησε στην Αγία Πετρούπολη. Κατετάχθη στον όπλο των βασιλικών ακολούθων, αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή και κατατάχθηκε ως λοχαγός στη φρουρά του Τσάρου Αλέξανδρου, ο οποίος εκτιμώντας τις ικανότητες και την αφοσίωση του νεαρού αξιωματικού τον προάγει το 1813 στο βαθμό του συνταγματάρχου.
Ακολουθώντας τον Τσάρο στους ναπολεόντειους πολέμους, κερδίζει συνεχείς εύφημες μνείες και στη μάχη της Λειψίας, στην περίφημη μάχη των Εθνών, τον Οκτώβριο του 1813, θα χάσει το δεξιό του χέρι από θραύσμα οβίδας πυροβολικού.
Υπασπιστής του Τσάρου και υποστράτηγος, στα 25 του μόλις χρόνια, ο Αλέξανδρος αποφασίζει να μιλήσει ανοιχτά στον ίδιο τον Τσάρο, αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1814, τρεις εμπνευσμένοι Έλληνες έχουν ιδρύσει στην Οδυσσό την Εταιρεία των Φιλικών. Η εκπληκτική της εξάπλωση όμως, στις αρχές του 1820, έχει φθάσει σε ένα κρίσιμο σημείο. Ο κίνδυνος της διασπάσεως είναι άμεσος και η εξεύρεση κατάλληλου ηγέτη είναι ζήτημα επείγον. Ο Εμμ. Ξάνθος αναλαμβάνει τις σχετικές επαφές. Συναντά τον Καποδίστρια, ο οποίος συνιστά σ’ αυτόν να βολιδοσκοπήσει τον Υψηλάντη.
Ας στρέψουμε λοιπόν όλοι τα μάτια της φαντασίας μας στην ιστορική εκείνη συνάντηση τον Απρίλιο του 1820 στην Αγία Πετρούπολη κι ας αισθανθούμε την ίδια εκείνη συγκίνηση που μόνο μαχητές και εθνικοί επαναστάτες μπορούν να αισθάνονται.
«Ας εγνώριζον», απαντά βαθύτατα συγκινημένος ο Υψηλάντης, «ότι οι ομογενείς μου είχαν ανάκγην από εμέ και εστοχάζοντο ότι ημπορώ να συντελέσω εις την ελευθερίαν των, σε λέγω εντίμως κύριε Ξάνθε ότι μετά προθυμίας ήθελον κάμει κάθε θυσίαν και των υπαρχόντων μου και του εαυτού μου».
Ο Ξάνθος απεκάλυψε τότε την αποστολή του. και την επομένη, 12 Απριλίου 1820, υπεγράφη το Πρακτικό αναλήψεως της αρχηγίας της εταιρείας από τον Υψηλάντη, που ανέλαβε «Γενικός Επίτροπος της Αρχής».
Η ανάληψη της ηγεσίας της Φ. Ε. από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη είχε τεράστια εθνική σημασία. Η Φ. Ε. αποκτούσε άξιο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη, ικανό να φέρει εις πέρας την ιστορική ευθύνη, σε μια στιγμή που η Εταιρεία περνούσε σοβαρή κρίση και η αλήθεια για την ανύπαρκτη Αόρατη Αρχή κινδύνευε να αποκαλυφθεί και να οδηγήσει την Φ. Ε. σε διάλυση.
Χάρη στον Υψηλάντη αποκαταστάθηκε η πειθαρχία. Υπερνικήθηκαν οι αμφιβολίες και η κρίση εμπιστοσύνης. Έγινε δυνατή η μύηση σημαντικών Ελλήνων. Επισπεύσθηκε η ηθική και υλική προπαρασκευή του αγώνα. Συντάχτηκε αμέσως το στρατηγικό σχέδιο της επαναστάσεως και αναδιοργανώθηκαν οι εφορείες της Εταιρείας.
Το γενικό σχέδιο, εξαιρετικό στη σύλληψή του, δυστυχώς δεν εφαρμόστηκε πιστά.
Την 7η Οκτωβρίου του 1820, στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, αποφασίζεται μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα, η επίσπευση της Επαναστάσεως, γιατί στο μεταξύ είχαν γίνει γνωστά τα σχέδια. Στη συνέχεια ο Υψηλάντης εγκαθίσταται στο Κισνόβι, όπου συνεργάζεται με τον διοικητή της 16ης μεραρχίας πεζικού Μ. Ορλώφ και τος αξιωματικούς που συμμετείχαν αργότερα στο κίνημα των «Δεκεμβριανών».
Στην πόλη αυτή θα ληφθεί στις 16 Φεβρουαρίου η μεγάλη τελική απόφαση για την άμεση έναρξη της Επαναστάσεως.
Με υψηλό φρόνημα, με πρόσωπα που καταύγαζε το υπερούσιο φως της Μεγάλης Ιδέας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και οι ολιγομελής συνοδεία του πέρασαν το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου τον Προύθο και το βράδυ μπήκαν στο Ιάσιο. Την επόμενη εκδόθηκε η προκήρυξη προς το έθνος των Μολδαβών και στις 24 η περίφημη προκήρυξη της Επαναστάσεως, που αποτελεί μνημείο του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού πατριωτισμού. Με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» δινόταν η ουσία του επαναστατικού οράματος, ενώ με τις ευθείς αναφορές στη ρώσικη βοήθεια προσεφέρετο η αναγκαία σε κάθε επαναστατική εκδήλωση ηθική ενίσχυση.
Με επιστολή προς τον Τσάρο, ο Αλέξανδρος παραιτείται από την στρατιωτική του υπηρεσία, αναγγέλλει την Επανάσταση και κάνει έκκληση για βοήθεια. παράλληλα, παρά την έλλειψη άξιων στελεχών και επαρκών οικονομικών μέσων, οργανώνει μια αξιόμαχη δύναμη. Ο Ιασίου Βενιαμίν θα ευλογήσει την επαναστατική σημαία (με αναγεννώμενο φοίνικα στη μια πλευρά και τον Σταυρό, τον Άγ. Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη από την άλλη), ενώ την ώρα που θα περιζώνει τον Υψηλάντη με το ξίφος, το πλήθος θα αναφωνεί «και στην πόλη!».
Η μυριόστομη αυτή φωνή, βγαλμένη από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας και του λαϊκού μας υποσυνείδητου, ουσία και νόημα της εθνικής μας υπάρξεως, μπορεί να μην πραγματοποιήθηκε από το ηρωικό κίνημα των Ηγεμονιών, που ήταν καταδικασμένο χωρίς τη ρώσικη βοήθεια, όμως η ηρωική θυσία εκείνων των αγωνιστών υπήρξε ο σωτήριος αντιπερισπασμός για να καρποφορήσει η επανάσταση στη Νότια Ελλάδα, όπως ήταν και το σχέδιο του Υψηλάντη.
Ο ίδιος εγκαταλελειμμένος από τους λιπόψυχους, μετά την αποδοκιμασία του Τσάρου, κατέρχεται από τη Μολδοβλαχία στη Βλαχία. Στο Φωξάνι συγκροτεί τον περίφημο Ιερό Λόχο από το άνθος της σπουδάζουσας ελληνικής νιότης, που γνώριζε καλά τότε ότι τ’ άρματα είναι προϋπόθεση για τα γράμματα.
Μετά το Βουκουρέστι κατευθύνεται στο Τυργκοβίστι, όπου οργανώνεται αμυντικά. Αλλά από τις 30 Απριλίου η κατάσταση μεταβάλλεται πλήρως. Η Ρωσία δίδει άδεια για είσοδο τουρκικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες. Η ήττα στη μάχη του Γαλατσίου επιδείνωσε το κλίμα απειθαρχίας και δυσπιστίας στο στρατόπεδο του Υψηλάντη. Ο αγώνας θα κριθεί οριστικά με την ήττα και την ηρωική θυσία του ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου. Οι συνέπειες υπήρξαν ολέθριες και το πολεμικό σχέδιο για μια λαμπρή νίκη, που θα αναπτέρωνε το φρόνημα των επαναστατικών δυνάμεων, ματαιώθηκε οριστικά. Μάταια προσπάθησε ο Αλέξανδρος να σταματήσει τη φυγή και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Από το Ρίμνικο ο Υψηλάντης προχωρεί στη μονή της Κόζιας, όπου η εξαχρείωση πολλών απειλεί ακόμη και τη ζωή του. Οι τουρκικές προκηρύξεις προσέφεραν αμνηστία και πλούσια αμοιβή σε όποιον παρέδιδε το κεφάλι του πρίγκιπα. Αν και ήθελε να συνεχίσει μέχρις εσχάτων τον αγώνα, η κατάρρευση του ηθικού και οι επιβουλές κατά της ζωής του, τον αναγκάζουν να σκεφθεί τη διαφυγή του προς τη Ρωσία και από εκεί την κάθοδό στην Ελλάδα. Πρώτα όμως, για την εξασφάλιση των αδελφών του Γεωργίου και Νικολάου, έστειλε τον πιστό του υπασπιστή Λασσάνη στα αυστριακά σύνορα να ζητήσει την είσοδό τους.
Έκπληκτος ο Λασσάνης θα ακούσει από τον διοικητή του συνοριακού σταθμού του Ρότεντρουρμ συνταγματάρχη Σβήντ, να του ανακοινώνει ότι είχε διαταγές μόνο για την είσοδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Τι είχε συμβεί;
Η ευκαιρία ήταν εκπληκτική για να μην αφήσει ο Μέττερνιχ να χαθεί:
«Δια της απομακρύνσεως του υπαιτίου και του κατ’ εξοχήν μοχλού των ταραχών την στιγμήν αυτήν εις αμφοτέρας τα ηγεμονίας, θα διελύοντο οι οπαδοί του πιθανώς αφ’ εαυτών και θα επανήρχετο η νόμιμος εξουσία εις τον νόμομον κάτοχόν της, ενώ ημείς από την άλλην πλευράν θα εδραττόμεθα της ποθητής ευκαιρίας να συλλάβομεν τον επικίνδυνον άνδρα και να δυνηθώμεν εν συνεχεία να λάβομεν τα δια την περίπτωσιν του κατάλληλα μέτρα».
Η Ρωσοαυστριακή Συμπαιγνία, την οποία ο συνταγματάρχης Σβήντ επισφράγισε, δίνοντας το λόγο της στρατιωτικής του τιμής, για την ασφάλεια της ζωής και της ελευθερίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη, παρέσυρε τον ηγέτη της Επαναστάσεως στη θανάσιμη παγίδα. Στις 15 Ιουνίου πέρασε τα αυστριακά σύνορα με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, τον πολωνό αξιωματικό Βάσλαβ Γαρνόφσκι και τον πιστό του οικονόμο Κ. Καραβελλόπουλο. Νωρίτερα αποχαιρέτησε τον πιστό του Γεωγράκη Ολύμπιο, που θα βρει ηρωικό θάνατο στη μονή του Σέκου.
Γράφει ο Φιλήμων: «Η σκηνή εγένετο συγκινητικοτάτη, προκαλέσασα αμοιβαία τα δάκρυα και τους λυγμούς όλων των περί τον Υψηλάντη και τον Ολύμπιο και μόλις μετά στιγμάς τινάς ηδυνήθη τον αποχωρισμόν του πρώτου από του δεύτερου και τανάπαλιν η εγκάρδιος ευχή: ‘‘Καλή αντάμωση εις την πατρίδα’’».
Η μοίρα δεν θέλησε αυτή την αντάμωση. Κατά τη διαταγή του Μέττερνιχ (με σιωπή της Ρωσίας, η οποία για χρόνια θα κωφεύει στις εκκλήσεις του Υψηλάντη) ο Έλλην ηγέτης έπρεπε «υπό μίαν ευπρεπή πρόφασιν, λ.χ. μέχρι της αφίξεως διαταγών ανωτέρων, να τεθεί υπό αυστηράν επιτήρησιν».
Στο μεσαιωνικό δεσμωτήριο, όπου κρατείται, γρήγορα η υγεία των επαναστατών φθείρεται, ενώ ο Μέττερνιχ σε μια συντετριμμένη αρχόντισσα Ελισάβετ Υψηλάντη να πληρώσει τα έξοδα της αιχμαλωσίας των τριών παιδιών της κωφεύει. Μάταιες είναι οι εκκλήσεις της προς την φιλανθρωπία του Τσάρου.
Χωρίς ίχνος ντροπής και ανδρικής τιμής, ο αυστριακός υπουρός Στρατιωτικών θα απαντήσει στις διαμαρτυρίες του Υψηλάντη: «Επλανάσθο εντελώς και αγνοώ δια τι επιστεύσατε ότι ήτο δυνατόν κατόπιν των όσων συνέβησαν να εισέλθετε και να διαβήτε την αυστριακήν επικράτειαν ελευθέρως, μεταβαίνοντας κατά το συμφέρον σας εις Αμβούργον ή αλλαχού».
Τέτοια χυδαία αποκάλυψη της απάτης, τέτοιος κυνισμός από υπουργό μεγάλης δυνάμεως δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Λιώνει στα κάτεργα του Μουγκάτς ο Αλέξανδρος. Κι όμως, στην Ελλάδα κάποιοι φροντίζουν να εξαφανιστούν από τα κείμενα του αγώνα κάθε αναφορά στην Φιλική Εταιρεία και στον ηγέτη της. Η συκοφαντία και η εύκολη κριτική έθεσε εν αμφιβόλω τις ικανότητες και το θάρρος του Πρωτομάστορα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, αυτού που με το τίμιο αίμα του πότισε το δένδρο της εθνικής μας ελευθερίας, όταν άλλοι, από την ασφάλεια της Δύσεως, ανέμεναν την αίσια λήξη του αγώνα για να έλθουν ως φωτισμένοι ηγέτες του νέου κράτους.
Τον Αύγουστο του 1823 ο Υψηλάντης μεταφέρεται , άρρωστος πια, από το Μούνκατς στο Τερέζιεντστατ της Βοημίας. Τα νέα από την Ελλάδα είναι σπάνια, μα οι επιτυχίες των επαναστατών του δίνουν πάντα το λογοστό κουράγιο που έχει ανάγκη για να ζει. Όταν το 1826 η στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων αλλάζει και η ελευθερία αχνοφέγγει, η υγεία του Αλέξανδρου έχει καταστραφεί οριστικά. Η πνευμονική διαταραχή έχει εξελιχθεί σε φυματίωση.
Βέβαιος για το θάνατο ο Μέττερνιχ δίνει άδεια για την απελευθέρωσή του τον Νοέμβριο του 1827. Έμενν δύο μήνες ζωής. Στο πανδοχείο «Χρυσό Απίδι», στη σημερινή Λάντσρασσε (Χάουπτστρασσε) αρ. 31 της Βιέννης, ο πρίγκιπας θα περάσει τις τελευταίες εβδομάδες της σύντομης ζωής του.
Η καρδιά του είναι πια αδύνατη και η δύσπνοια δυναμώνει. Μαζί κι οι κρίσεις, οι συχνοί σπασμοί. Η υδρωψία του καρδιακού θυλακίου του τον καταβάλλει. Στο προσκέφαλό του ο πιστός Καραβελόπουλος και ο Λασσάνης. Συχνοί επισκέπτες οι αδελφές Τύρχαϊμ.
«Δεν είναι σκληρό, μετά από τόσες μάχες, τόσους κινδύνους, να πεθάνω εδώ;», θα πει μια μέρα στον Λασσάνη.
Στις 31 Ιανουαρίου 1828 εξομολογήθηκε, είπε το Πάτερ ημών, το Πιστεύω και έκανε τον σταυρό του. Ύστερα ψιθύρισε: «Θέλω να κοιμηθώ». Κι αποκοιμήθηκε για πάντα στην αγκαλιά της ιστορίας. Στον κόρφο της Ελλάδας. Η ψυχή του ταξίδεψε στα ποντιακά ακρογιάλια και ανηφόρησε στα Παρχάρια. Μετά πήρε το δρόμο για τα Υψηλά και από ’κει βρέθηκε στην Πόλη των Κωνσταντίνων. Στου Φαναριού τα καλντερίμια αναζήτησε την ελάχιστη ελπίδα, που παιδί φύσηξε εντός του γένους η μεγάλη ιδέα. Και αναπαύτηκε για πάντα...
Οι Έλληνες της Βιέννης μετέφεραν το σώμα του πρίγκιπα στο παρεκκλήσι του Αγ. Γεωργίου. Γύρω από το πρόσωπο ένα στεφάνι από ρόδα και δάφνη στόλιζε τον ντυμένο με μαύρη στολή του Ιερολοχίτη νεκρό. Ο Νικόλαος Υψηλάντης θα αναγγείλει το θλιβερό νέο με επιστολή του στον Δημήτριο:
Φίλτατε αδελφέ Δημήτριε,
Νέος κτύπος κατετάραξε τας ψυχάς ημών. Ο αυτάδελφος ημών Αλέξανδρος, ούτος ο αείμνηστος πατήρ ημών και φίλος, ως ουδείς άλλος, εν διαστήματι τριών λεπτών τη 19η Ιανουαρίου ετελεύτησε και εισήλθεν εις τα αιωνίους μονάς. Το τέλος του ήτο αγγελικώτατον, ως τα πάθη του μαρτυρικώτατα. Δια προσταγής του εκρατήσαμεν την καρδίαν του δια την πατρίδα, την οποίαν και εκτελέσαμεν. Ενταυτώ όμως εβαλσαμώθη και το σώμα του, όπου αν η πατρίς θελήση να ενταφιάση και αυτό εν καιρώ τω προσήκοντι, να εκτελέσωμεν. Μακάρια η μνήμη του.»
Η καρδιά του πρίγκηπος μετεφέρθη από τον Γ. Λασσάνη στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωση και αναποτέθηκε στο Αμαλιείον. Μακρύς υπήρξε ο δρόμος για την διακομιδή και των οστών του.
Όταν το Δεκέμβριο του 1829 η κόμησσα τύρχαϊμ έλαβε το πρώτο ελληνικό νόμισμα, με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και τον Σταυρό, θα το πάει στο μνήμα του Αλέξανδρο. Ξένος, σε ξένη γη, μ’ έναν ξύλινο σταυρό στο προσκεφάλι, κοιμόταν ο ηγέτης της Επαναστάσεως στο κοιμητήριο του Σάνγκ Μάρξ.
Το 1903, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο οικογενειακό κτήμα των Σίνα-Υψηλάντη στο Ραπόλτεν Κίρχεν.
Χρειάστηκαν 60 χρόνια και οι πολυετείς ακάματες έρευνες του μεγάλου Έλληνος ιστορικού του αιώνα μας, του καθηγητή Πολυχρ. Ενεπεκίδη, για να διακομισθούν τα οστά και να αποτεθούν εις αιώνιον ύπνο, τον Αύγουστο του 1964, στην εκκλησία των Ταξιαρχών στο πεδίο του Άρεως.
Σήμερα, σε μια εποχή ευθείας επιθέσεως κατά της εθνικής μας ιστορίας, ας φυλάξουμε το πνεύμα του Υψηλάντη, το πνεύμα των Ιερολοχιτών ως το ανεκτίμητο κειμήλιο των ιστορικών μας παραδόσεων και των εθνικών μας ελπίδων.
Γιατί τίποτε δεν ορίζει ασφαλέστερα το μέλλον μας ως έθνος όσο η πίστη και η τιμή στο παρελθόν της συλλογικής εθνικής μας υπόστασης.
Τα φλογερά του λόγια στη διακήρυξή του, για τη λύτρωση της πατρίδας, είναι επίκαιρα σήμερα όσο ποτέ:
«Τι θέλετε κάμη Σεις ω Έλληνες, προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τα πληγάς της και με διακεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της. Η Θεία πρόνοια, ω γίλοι Συμπατριώται, ευσπλαχνισθείσα πλέον τα δυστυχίας μας πυδόκησεν ούτω τα πράγατα, ώστε με μικρόν κόπον θέλομεν απολαύση με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπον αβελητρίαν αδιαφορήσωμεν, ο τύραννος γενόμενος αγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, και θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών».
Πρίγκιπα Αλέξανδρε Υψηλάντη, σε τιμούμε σήμερα, γιατί εσύ, σφράγισες με τη ζωή σου την επιταγή του έθνους, ακολουθώντας πιστά τη διαχρονική αρχαία ρήση «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η Πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρα θεοίς και αρ’ ανθρώποις τοις νου έχουσι».
Αιωνία σου η μνήμη!